μαχαρανή

μαχαρανή
η
(λ. ινδ.), η γυναίκα του μαχαραγιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαχαρανή — η η σύζυγος τού μαχαραγιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαραγιάς + κατάλ. νή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”